- ανελεγχω
- ἀνελέγχωἀν-ελέγχωвновь уличать, обвинять Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανελέγχω — ἀνελέγχω (Α) 1. εξετάζω, εξελέγχω 2. αποκαλύπτω κάποιο σφάλμα, αποδεικνύω ότι έγινε κάτι άτοπο … Dictionary of Greek
ἀνελέγχομαι — ἀνελέγχω convince pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελέγχων — ἀνελέγχω convince pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)